φακοσκόπιο

φακοσκόπιο
το
όργανο με το οποίο εξετάζονται οι αλλοιώσεις του σχήματος του κρυσταλλοειδούς φακού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φακοσκόπιο — το, Ν όργανο με το οποίο διενεργείται η φακοσκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + σκόπιο*) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”